Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῶν ἁλῶν

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • юдолие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. φάραγξ) низменное место, долина; равнина;… …   Словарь церковнославянского языка

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… …   Dictionary of Greek

  • History of Gnosticism — The history of Gnosticism is subject to a great deal of debate and interpretation. The complex nature of Gnostic teaching and the fact that much of the material relating to the schools comprising Gnosticism has traditionally come from critiques… …   Wikipedia

  • παραλία — I Το παραλιακό τμήμα της αρχαίας Αττικής και ιδιαίτερα εκείνο από το ακρωτήριο του Ζωστήρα ή των Αλών Αιξωνίδων μέχρι το ακρωτήριο του Σουνίου και από εκεί ως τη Βραυρώνα. Λέγεται Πάραλος γη. II Όνομα εννιά οικισμών. 1. Mεγάλος παράλιος οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • περίπηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιπήγνυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπήγνυμι, το πήξιμο γύρω από κάτι («τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται... παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • Βούλα — Πόλη (25.532 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής. Η Β., που είναι προάστιο της Αθήνας (20 χλμ. ΝΑ του κέντρου της πρωτεύουσας), διαθέτει πλαζ, καθώς βρίσκεται σε μία… …   Dictionary of Greek

  • αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»